Όταν δίνεις το χέρι σου σε κάποιον και στο δαγκώνει, υπάρχουν τρεις εξηγήσεις.
Ή ότι ήταν πεινασμένος ο εγωισμός του ή λυσσασμένος με μια άτυπη μορφή αγνωμοσύνης ή φοβισμένος γιατί του είναι μια άγνωστη εικόνα.
Και στις τρεις περιπτώσεις, σου γίνεται μάθημα για την επόμενη φορά που θα θελήσεις να απλώσεις το χέρι σου (γιατί θα το απλώσεις διότι δεν αλλάζει ο άνθρωπος) να θυμηθείς να φορέσεις πανοπλία.
Ωστόσο, αξίζει να το δώσεις και στις τρεις περιπτώσεις όσο παράλογο κι αν σου ακούγεται.
Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, ας βοηθήσεις ακόμη κι αν έρθεις αντιμέτωπος με την εκτίμηση της κατάστασης ότι δεν άξιζε να απλώσεις αυτό το ρημαδιασμένο, μαλακό, τρυφερό κι ευαίσθητο χέρι σου.
Γιατί, πραγματικά, δεν το άξιζαν να τους βοηθήσεις.
Αλλά, να σου πω κάτι;
Παρ’ όλο που οι πιθανότητες να μην εκτιμήσουν την καλοψυχία σου κάποιοι – κι είναι πολλοί κάθε φορά, πίστεψέ με – αξίζει να το κάνεις για εσένα.
Γιατί θα ηρεμήσεις τη δική σου ψυχή. Θα της δώσεις το χάδι που έχει τόσο πολύ ανάγκη. Ας είναι το δικό σου χάδι!
Περισσότερο από όλα όμως, αξίζει να δώσεις το χέρι σου για την τρίτη περίπτωση. Για να διώξεις τον φόβο από τον άλλον. Τον φόβο για το άγνωστο.
Αξίζει να γνωρίσει την καλοσύνη μέσα από εσένα. Και την επόμενη φορά να μη δαγκώσει από άμυνα το χέρι που θα του απλώσει κάποιος άλλος. Αλλά θα το πιάσει γερά, θα σηκωθεί και θα αγκαλιάσει το «Μη φοβάσαι, είμαι δίπλα σου» το οποίο δεν ακούστηκε ποτέ, αλλά το είδε μέσα στα μάτια εκείνου που του άπλωσε το χέρι. Το ένιωσε με το άγγιγμα. Κι αυτό, είναι αρκετό.
Και ναι. Ζούμε μια εποχή που υπάρχουν ήρωες γύρω μας. Αρκεί να κοιτάξουμε δίπλα μας. Αλλά για φαντάσου κάτι καλύτερο…
…να βλέπαμε έναν απ’ αυτούς όταν κοιτάζαμε μέσα στον καθρέπτη!